νοητής

νοητής
νοητής, ὁ (Μ) [νοώ]
αυτός που σκέπτεται, που συλλαμβάνει τα πάντα με τον νου, δηλ. ο Θεός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νοητῆς — νοητός falling within the province of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

  • μετώπιο(ν) — το (ΑΜ μετώπιον, Μ και μετώπιν και μετώπι) [μέτωπον] νεοελλ. ανθρωπολ. ανθρωπομετρικό σημείο που κείται στο μέσο τής νοητής γραμμής η οποία ενώνει τους δύο μετωπικούς όγκους μσν. μετωπιαίο διακοσμητικό τού κράνους ή τής μίτρας μσν. αρχ. μέτωπο… …   Dictionary of Greek

  • σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις …   Dictionary of Greek

  • φαινομενολογία — Είναι η περιγραφή των φαινομένων, η περιγραφή του τρόπου εμφάνισης του πραγματικού. Από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αι., ο όρος πήρε συγκεκριμένη φιλοσοφική έννοια: ο Φίχτε, τονίζοντας τη δυναμική δομή του Εγώ, στη Θεωρία της… …   Dictionary of Greek

  • Αιγαίου, ηφαιστειακό τόξο — Τοξοειδής παράταξη ηφαιστείων του ελλαδικού χώρου, η οποία απλώνεται από την ανατολική Στερεά Ελλάδα μέχρι τον ανατολικό Αιγαίο, κοντά στις ακτές της Μικράς Ασίας. Είναι κυρτή προς τον νότο, αποτελείται από ηφαίστεια που έδρασαν κατά τη διάρκεια… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητική διαπερατότητα — Η ιδιότητα των σωμάτων να είναι διαπερατά από μαγνητικές γραμμές· ακριβέστερα, ως (σχετική) μ.δ. ενός σώματος ορίζεται ο λόγος της μαγνητικής ροής που το διαρρέει όταν αυτό βρίσκεται εντός ομογενούς μαγνητικού πεδίου, προς τη μαγνητική ροή μιας… …   Dictionary of Greek

  • Μυρτώο Πέλαγος — Τμήμα του Αιγαίου πελάγους, στα ανατολικά του. Ορισμένοι ιστορικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ονομάστηκε έτσι από τον Μυρτίλο, που σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, πνίγηκε σ’ αυτό από τον Πέλοπα. Άλλοι ισχυρίζονται ότι η ονομασία του… …   Dictionary of Greek

  • АНДРЕЙ ПЕРВОЗВАННЫЙ — ап. от 12 (пам. 30 нояб.; 30 июня в Соборе 12 апостолов, в Соборе Карельских святых и в Соборе Крымских святых). Происходивший, как и ап. Филипп, из Вифсаиды (Ин 1. 44), А. П. жил в Капернауме (Мк 1. 29) в одном доме вместе с братом Симоном… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”